πόπαξ

πόπαξ
Α
επιφών. αποστροφής, πόνου ή δυσαρέσκειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πόποι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πόπαξ — indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόποι — Α 1. επιφών. σχετλιασμού, αγωνίας, έκπληξης ή πόνου 2. (ως ουσ. πληθ.) οἱ πόποι οι θεοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πόποι, πόπαξ είναι προϊόντα ονοματοποιίας (πρβλ. βαβαί, παπαῖ). Η ερμηνεία «ω, θεοί» που έχει δοθεί στη φρ. ὤ πόποι προέρχεται πιθ. από κάποια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”